Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

βρεφικός σταθμός

  • 1 σταθμός

    ο
    1) станция; пункт; пост; участок; база (туристическая и т. п,);

    σιδηροδρομικός σταθμός — железнодорожная станция;

    ηλεκτρικός σταθμός — электростанция;

    ραδιοφωνικός σταθμός — радиостанция;

    μετεωρολογικός σταθμ — метеостанция, метеорологическая станция;

    τροχιακός σταθμός — орбитальная станция;

    σταθμός πρώτων βοηθειών — пункт неотложной медицинской помощи;

    σταθμός διοικήσεως — воен, командный пункт;

    σταθμός χωροφυλακής — жандармский участок;

    σταθμός ελέγχου κυκλοφορίας — пост регулирования движения;

    2) начало (периода), исходный пункт; веха; переломный момент;

    σημαντικός σταθμός στην ιστορία — важная веха в истории;

    αποτελώ σταθμό — становиться рубежом, переломным моментом (о событиях и т. п.);

    3) остановка; стоянка;

    κάνω σταθμό — останавливаться, делать остановку;

    4) воен, этап;

    § βρεφικός σταθμόςдетские ясли

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σταθμός

  • 2 βρεφικός

    η, ό[ν] детский, младенческий;

    βρεφική ηλικία — раннее детство, младенчество;

    βρεφικ σταθμός — детские ясли

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βρεφικός

  • 3 ясли

    ясли мн. (детские) о βρεφικός σταθμός
    * * *
    мн.
    ( детские) ο βρεφικός σταθμός

    Русско-греческий словарь > ясли

  • 4 детекция

    детекция
    прил !. (относящийся к детям) παιδικός / βρεφικός (младенческий):
    \детекцияие ясли ὁ βρεφικός σταθμός· \детекция сад ὁ παιδικός κήπος· \детекция дом -ό παιδικό ἄσυ-λο, τό ὁρφανοτροφείο· \детекция врач ὁ παιδίατρος·
    2. перен (ребяческий) παιδιάστικος, παιδαριώδης, παιδιακήσιος:
    \детекцияие рассуждения ὁΐ -Μδιάστικοι συλλογισμοί· \детекция почерк ὁ -αιδιακήσιος γραφικός χαρακτήρας· ◊ \детекцияое место анат. ὁ πλα-κοῦς, τό ὕστερο[ν],

    Русско-новогреческий словарь > детекция

  • 5 ясли

    1. с.-х. το παχνί, η φάτνη, η ταΐστρα 2. (детское дошкольное заведение) о βρεφικός σταθμός 3. астр. η Φάτνη, το Μελίσσι (αστρικό σμήνος).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ясли

  • 6 при

    при
    предлог с предл. п.
    1. (около, возле) δίπλα, κοντά, πλησίον, παρά:
    \при входе δίπλα στήν είσοδο· сад \при До́ме κήπος δίπλα στό σπίτι· битва \при Бородине ἡ μάχη τοῦ Μποροντινό·
    2. (в ведении, в подчинении) παρά, σέ:
    ресторан \при гостинице ἐστιατόριο στό ξενοδοχείο· ясли \при заводе ὁ βρεφικός σταθμός τοῦ ἐργοστασίου· находиться \при штабе εὐρίσκομαι στό ἐπιτελείο·
    3. (с собой) ἐπάνω μου, μαζί μου:
    иметь \при себе ору́жие ἔχω ἐπάνω μου ὅπλο· у меня нет \при себе денег δέν ἔχω μαζί μου χρήματα·
    4. (при обозначении условий, обстановки, сопутствующего обстоятельства) μέ / κατά (во время чего-л.) / σέ περίπτωση πού... (в случае чего-л.):
    \при выходе κατά τήν ἔξοδον \при переходе через у́лицу κατά τήν διάβασαν τοῦ δρόμου, διασχίζοντας τόν δρόμο· \при пожаре σέ περίπτωση πυρ-καιᾶς· \при таки́х обстоятельствах σέ τέ· τοιες συνθήκες, ὑπό τοιαύτας συνθήκας· \при таком здоровье μέ τέτοια ὑγεία[ν]· \при электричестве μέ ἡλεκτρικό φως· \при дневном свете στό φῶς τής ἡμέρας· \при помощи μέ τήν βοήθεια· \при условии ὑπό τόν ὅρον
    5. (в присутствии) μπροστά σέ, ἐνώπιον, ἐπί παρουσία:
    \при детях μπροστά στά παιδιά· \при свидетелях μπροστά σέ μάρτυρες, ἐνώπιον μαρτύρων
    6. (при наличии, несмотря на) παρά, παρ· ὅλο πού:
    \при всех его́ способностях παρ· ὅλες τίς Ικανότητες πού ἔχει· \при всем его́ уме μ'ὅλη τήν ἐξυπνάδα του· \при всем желании παρ' ὅλην τήν ἐπιθυμία μου· \при всем том παρ· ὅλο πού·
    7. (в эпоху, во времена) ἐπί, στήν ἐποχή, στά χρόνια:
    \при Иване Грозном ἐπί (или στήν ἐποχή) τοῦ Ίβάν τοῦ Τρομεροὔ· \при его́ жизни ὅταν ζοῦσε· ◊ быть при́ смерти εἶμαι ἐτοιμοθάνατος, πνέω τά λοίσθια· жнть \при родителях ζῶ μέ τους γονείς μου· я не \при деньгах δεν ἔχω τώρα χρήματα, εἶμαι ἀπένταρος· прилагая́ \при сем... συνημμένως...

    Русско-новогреческий словарь > при

  • 7 ясли

    ясли
    мн.
    1. (детские) ὁ βρεφικός σταθμός·
    2. (для скота) τό παχνί, ἡ φάτνη.

    Русско-новогреческий словарь > ясли

  • 8 ясли

    [γιάσλι] ουσ. κληθ. βρεφικός σταθμός

    Русско-греческий новый словарь > ясли

  • 9 ясли

    [γιάσλι] ουσ πληθ βρεφικός σταθμός

    Русско-эллинский словарь > ясли

  • 10 детский

    επ.
    1. παιδικός•

    -ие болезни παιδικές αρρώστειες•

    -ие игры παιδικά παιγνίδια•

    -ая литература παιδική λογοτεχνία•

    -ие шалости παιδικές αταξίες•

    -ая энциклопедия παιδική εγκυκλοπαίδεια•

    -ая смертность παιδική θνησιμότητα•

    -ая психология η ψυχολογία του παιδιού.

    2. παιδιακίστικος, παιδιά-τικος,παιδιάστικος, παιδαριώδης• μωρός•

    -ие рассуащния παιδιάστικοι συλλογισμοί•

    детский почерк παιδικός χαρακτήρας γραφής.

    εκφρ.
    городок – παιδούπολη•
    детский дом – παιδικό οικοτροφείο•
    - ие ясли – βρεφικός σταθμός, βρεφοκομείο•
    детский садβλ. детсад• время -ое ακόμα είναι νωρίς• νέος είσαι ακόμα, έχεις καιρό μπροστά σου•
    - ое место – (ανατ.) ο πλακούς, το ύστερον, ο κύτταρος, ακόλουθο της τεκούσης.

    Большой русско-греческий словарь > детский

  • 11 при

    (πρόθεση).
    1. (για τόπο) πλησίον,κοντά, σιμά, παρά, εγγύς, κατά•

    при входе стоит часовой κοντά στην είσοδο στέκεται σκοπός•

    город при реке παραποτάμια πόλη•

    жить при станции ζω κοντά στο σταθμό•

    при совете министров παρά το υπουργικό συμβούλιο•

    сражение при фермопилах η μάχη στις Θερμοπύλες•

    при институте κοντά στο Ινστιτούτο•

    ясли заводе βρεφικός σταθμός κοντά στο εργοστάσιο•

    поставить при себе τοποθετώ κοντά μου.

    2. μπροστά, ενώπιον, επι παρουσία•

    при снохе ни говори такие вещи μπροστά στη νύφη μη μιλάς τέτοια πράματα•

    при мне он ничего не сказал μπροστά μου αυτός δεν είπε τίποτε.

    3. (για χρόνο)• κατά•

    при отъезде κατά την αναχώρηση•

    при входе κατά την είσοδο•

    при обыске κατά την έρευνα.

    || σε • κατά•

    темно, при каждом шорохе она вздрагивала ήταν σκοτάδι, σε κάθε θρόισμα αυτή σάστιζε.

    || (για συνθήκες, περιβάλλον) κατά, σε•

    при резкой изменении температуры κατά την απότομη αλλαγή της θερμοκρασίας.

    4. (για ύπαρξη αντικειμένων, πραγμάτων κ.τ.τ.) με•

    он всегда был при деньгах αυτός πάντοτε ήταν με χρήματα ή είχε χρήματα.

    5. με, χάρη σε•

    при содействии друзей με τη συνδρομή των φίλων•

    при помоши сестры με τη βοήθεια της αδερφής.

    6. μαζί, μετά•

    надо иметь при себе справку с места работы πρέπει να έχεις μαζί σου βεβαίωση από τον τόπο εργασίας•

    прилагая при см βάζοντας (υποβάλλοντας) συνημμένα.

    7. επί, τον καιρό•

    при царе επί τσάρου.

    8. παρά, ενάντια•

    при всём его желании παρ όλη του τη θέληση.

    Большой русско-греческий словарь > при

  • 12 ясли

    -ей πλθ.
    1. η φάτνη, το παχνί.
    2. ο βρεφικός σταθμός, βρεφοκομείο.

    Большой русско-греческий словарь > ясли

  • 13 детский

    детский παιδικός βρεφι κός \детский сад о παιδικός σταθ μός \детский дом το ορφανοτρο φείο \детский врач о παιδίατρος
    * * *
    παιδικός; βρεφικός

    де́тский сад — ο παιδικός σταθμός

    де́тский дом — το ορφανοτροφείο

    де́тский врач — ο παιδίατρος

    Русско-греческий словарь > детский

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»